- περιφραστικός
- -ή, -ό1. αυτός που διατυπώνεται με περίφραση: Περιφραστικός τύπος ρήματος.2. αυτός που συνηθίζει να μιλά με περιφράσεις.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
περιφραστικός — ή, ό / περιφραστικός, ή, όν, ΝΜΑ [περιφράζω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περίφραση, αυτός που διατυπώνεται με περίφραση νεοελλ. φρ. «περιφραστικοί τύποι τού ρήματος» οι τύποι κυρίως τών συντελικών χρόνων που σχηματίζονται με τύπους τών… … Dictionary of Greek
περιφραστικώτερον — περιφραστικός periphrastic adverbial comp περιφραστικός periphrastic masc acc comp sg περιφραστικός periphrastic neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιφραστικόν — περιφραστικός periphrastic masc acc sg περιφραστικός periphrastic neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιφραστικοῦ — περιφραστικός periphrastic masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιφραστική — περιφραστικός periphrastic fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιφραστικῶς — περιφραστικός periphrastic adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιφραστικῷ — περιφραστικός periphrastic masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιφραστικώς — περιφραστικός periphrastic masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
perifrástico — ► adjetivo LINGÜÍSTICA De la perífrasis. * * * perifrástico, a (del gr. «periphrastikós») 1 adj. De [la] perífrasis. 2 Gram. Se aplica a las expresiones pluriverbales equivalentes de una palabra: en vez de «sacrificarse», «hacer un sacrificio»;… … Enciclopedia Universal
υπερσυντέλικος — ο / ὑπερσυντέλικος, ΝΜΑ, και ως επίθ. ὑπερσυντελικός, ή, όν, Α γραμμ. (με ή χωρίς τη λ. χρόνος) μονολεκτικός ή περιφραστικός χρόνος ρήματος που δηλώνει πράξη συντελεσμένη στο παρελθόν πριν από μία άλλη επίσης ολοκληρωμένη, όπως λ.χ. είχα διαβάσει … Dictionary of Greek